φιλανθρωπία

φιλανθρωπία
-ας + N 1 0-0-0-1-4=5 Est 8,12l; 2 Mc 6,22; 14,9; 3 Mc 3,15.18
philantropy Est 8,21l; clemence 2 Mc 14,9
Cf. BELL 1949, 31-37; HORSLEY 1981, 87; LE DEAUT 1964, 255-294; PELLETIER 1979, 14-15; SPICQ 1978a, 922-927; →MM; NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλανθρωπία — φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc/acc dual φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπίᾳ — φιλανθρωπίαι , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαι — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαν — φιλανθρωπίᾱν , φιλανθρωπία humanity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπιῶν — φιλανθρωπία humanity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαις — φιλανθρωπία humanity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίη — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philanthropie — „Der Philanthrop“. Plastik in Pinneberg (1992) Unter Philanthropie (griechisch φιλανθρωπία philanthrōpía, von φίλος phílos „Freund“ und άνθρωπος ánthrōpos „Mensch“) versteht man ein allgemein menschenfreundliches Denken und Verhalten. Der Begriff …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”